μετεωρια

μετεωρια
    μετεωρία
    μετ-εωρία
    ἥ легкомыслие, рассеянность Suet.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετεωρια" в других словарях:

  • μετεωρία — μετεωρία, ἡ (ΑΜ) [μετέωρος] μσν. πνευματική τάση αρχ. 1. ψηλός τόπος, ύψωμα 2. απροσεξία, αβλεψία …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μετεωροσύνη — μετεωροσύνη, ἡ (Α) [μετέωρος] η μετεωρία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»